χουβαρνταλίκι

χουβαρνταλίκι
το щедрость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χουβαρνταλίκι" в других словарях:

  • χουβαρνταλίκι — χουβαρνταλίκι, το και κουβαρνταλίκι, το (λ. τουρκ.), γενναιοδωρία, ελευθεριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χουβαρνταλίκι — το, Ν βλ. κουβαρνταλίκι …   Dictionary of Greek

  • κουβαρνταλίκι — και κουβαρδαλίκι και χουβαρνταλίκι, το απλοχεριά, γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda lik] …   Dictionary of Greek

  • ελευθεριότητα — η 1. γενναιοδωρία, γαλαντομία, χουβαρνταλίκι. 2. παράβαση των κανόνων της καλής συμπεριφοράς ή της χρηστότητας: Μιλάει με πολλή ελευθεριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»